διευκρίνιση

διευκρίνιση
η
το ξεκαθάρισμα, η αποσαφήνιση, η διασάφηση: Οι οδηγίες χρήσης χρειάζονται διευκρίνιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διευκρίνιση — η [διευκρινίζω] η διευκρίνηση …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • αποσαφήνιση — η η διευκρίνιση …   Dictionary of Greek

  • απόδοση — (Θρησ.).Στη λειτουργική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, α. ονομάζεται η επανάληψη μιας γιορτής μετά από οκτώ μέρες. Η α. γίνεται για τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Πάσχα κλπ.). Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”